ματαιόφρων

ματαιόφρων
(Α ματαιόφρων, -ον)
αυτός που σκέφτεται μάταια και ανόητα, άμυαλος, απερίσκεπτος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μάταιος + -φρων (< φρην, φρενός)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • μάταιος — η ο, θηλ. και α, (ΑM μάταιος, ον, θηλ. και αία) (για λόγια ή πράξεις) άσκοπος, ανώφελος, άχρηστος, αυτός που δεν φέρνει αποτέλεσμα, ατελεσφόρητος (α. «παῡσαι λέγων λόγους ματαίους», Η ρόδ. β. «ἄνθρωποι δὲ μάταια νομίζομεν», Θέογν.) νεοελλ. 1.… …   Dictionary of Greek

  • ματαιοφρονώ — ματαιοφρονῶ, έω (Α) [ματαιόφρων] σκέπτομαι άσκοπα και ανόητα, ματαιοδοξώ …   Dictionary of Greek

  • ματαιοφροσύνη — η (ΑM ματαιοφροσύνη) [ματαιόφρων] το να σκέφτεται κανείς άσκοπα και ανόητα πράγματα, ματαιοδοξία …   Dictionary of Greek

  • ματαιόδοξος — η, ο 1. αυτός που υπερηφανεύεται για μικρά και ασήμαντα πράγματα, κενόδοξος, ματαιόφρων 2. αυτός που επιζητεί μάταιη δόξα. [ΕΤΥΜΟΛ. < μάταιος + δοξος (< δόξα), πρβλ. απαισιό δοξος, φιλό δοξος] …   Dictionary of Greek

  • φρην — η / φρήν, ενός, ΝΜΑ, και δωρ. τ. φράν Α (λόγιος τ.) 1. συν. στον πληθ. οι φρένες και αἱ φρένες ο νους, ο εγκέφαλος, η διάνοια, το μυαλό, το λογικό 2. φρ. «έξω φρενών» εκτός τού λογικού νεοελλ. φρ. α) «είμαι [ή γίνομαι] έξω φρενών» (για πρόσ.)… …   Dictionary of Greek

  • ԶՐԱԽՈՐՀՈՒՐԴ — ( ) NBH 1 0752 Chronological Sequence: Early classical ա. ματαιόφρων vana sapiens Ունայնախորհ. ոյր խորհուրդն է սնոտի. *Զի մի՛ ընդունայնամիտ զրախորհուրդ հեթանոսք պարծեսցին առաջի սնոտեաց իւրեանց. ՟Գ. Մակ. ՟Զ. 9 …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

  • ՈՒՆԱՅՆԱՄԻՏ — (մտի.) NBH 2 0550 Chronological Sequence: 13c ա. ματαιόφρων vani consilii. Ունայնախորհ. ունայն մտօք. անխելք. *Ունայնամտին նեստորի հաւատացեալ. Դամասկ …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”